δουλοσυνα

δουλοσυνα
    δουλοσύνα
     дор. = δουλοσύνη См. δουλοσυνη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δουλοσυνα" в других словарях:

  • δουλοσύνας — δουλοσύνᾱς , δουλόσύνη slavery fem acc pl δουλοσύνᾱς , δουλόσύνη slavery fem gen sg (doric aeolic) δουλοσύνᾱς , δουλοσύνη fem acc pl δουλοσύνᾱς , δουλοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλοσυνάων — δουλοσυνά̱ων , δουλόσύνη slavery fem gen pl (epic aeolic) δουλοσυνά̱ων , δουλοσύνη fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλοσύναν — δουλοσύνᾱν , δουλόσύνη slavery fem acc sg (doric aeolic) δουλοσύνᾱν , δουλοσύνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»